Δάσκαλος μ’ επιφόρτισε γράμματα να του φέρω
και της καρδιά το βάσανο έμμετρα να προφέρω,
ό,τι ποθώ να μου το σβει πρωτού να τ’ ακουμπήσω
και της γραφής το σούρσιμο ποτέ μη σταματήσω.
Ήρθε και το συμπαντικό, ασίγαστο ρολόι
που τικ και τακ τριζοβολά, ζητά κουβεντολόι,
όσο πληθαίνει τις χτυπιές, τον χρόνο λιγοστεύει,
ό,τι βουβά μακρύνεται μ’ άγριες φωνές κελεύει.
Και μιλά στυλωμένος, συμβουλάρης καλός
και τα λόγια σημειώνω, να μην σβήσει ο αχός,
“Ν’ αγαπάς, φίλα, πόνα, με τα λίγα που αρκούν
την καρδιά να γεμίζεις, και ας μην σ’ αγαπούν”.
Ίσια μέσα τρομάζω στην απόκριση αυτή
ίσια κάτω πετάζω την γραφίδα στεγνή,
κι αλυχτώ: “Πώς μου δίνεις καταδίκη φριχτή,
“κάλλιο να ‘χα στο στήθος την γραφίδα μπηχτή!”
“Είναι ο γρίφος ο νέος,” μου απαντά σιγανά,
“που της Σφίγγας το κλέος, πάει, το ‘σβησε πια.
“Κι αν την λύση νοήσεις που αλαφρώνει τον νου,
“να την κράξεις ανέβα στην κορφή ενός βουνού”.
Στα βουνά ανερριχήθη και περπάτησα αψύς,
απ’ τα βράχια πιο άγριος, πιο παλιός απ’ τις δρυς,
γύρω πλάσματα, φύλλα, χώματα άγια ρωτώ
μην ακούσαν πως γρίφου την αλήθεια ζητώ,
μήπως ξέρουν του αδυνάτου πώς να ζέψω του ίππους
αφού τ’ άλυτο αίνιγμα τώρα γκρέμισε ο Οιδίπους,
πώς να σμίξω, συζύγους – το ένα τ’ άλλο που βλάπτει –
στην αγάπη που προσάναμμα δεν ζητά την αγάπη.
Τα γοργοπόδαρα, τα πετεινά, τα ζούδια μ’ αποφεύγουν,
από τον ίσκιο μου βαριά, συννεφιασμένα φεύγουν,
ψάχνουν ευθύς τα ταίρια τους, να δουν αν αγαπιούνται,
και αξεχώριστα, σμιχτά, πλάι με πλάι κοιμούνται.
Και όσο τον σκόλιο δρόμο μου νερό σαν να ‘ταν λάμνω,
πέφτει το βλέμμα μου, θολό, σε σκεβρωμένο θάμνο
που κάθε χώμα τον μισεί, και αγριεύει κάθε σκύλο,
μα τον εδέχθει ένα σκαρί σκεβρό από σάπιο ξύλο.
Ο θάμνος είναι όλος κλαδιά κατάσπαρτα μ’ αγκάθια
που λες και τα εξέθρεψε για να γεννούνε πάθια,
μα εκεί που έχει όλο φόβητρα, έχει και κάτι άλλο,
ένα κρυμμένο λούλουδο, ζωηρόχρωμο, μεγάλο.
Σέρνω το χέρι στα βαθιά, το λούλουδο να σώσω
σαν να ‘ξερα ζωή σωστή, λεύτερη να του δώσω
μακριά από την ακάνθινη, ακέρια φυλακή του,
μα ο θάμνος συνεφέρνεται, κι ακούγεται η φωνή του.
“Αν πάρεις απ’ το λούλουδο τον στέρεο σύντροφό του
το αγκαθοποίκιλτο κλαδί που στέκει στο πλευρό του,
θα πέσει, θ’ απομαγευτεί, ξερό θα γίνει φλούδι
που δεν θα μνημονεύεται σε κανενός τραγούδι.”
Θάλλει και ζει το λούλουδο μ’ αγκάθι να το ζώνει
και πού και πού το πεθυμά λαφριά να το λαβώνει,
και ευθύς μου γνωρίζει τον τρόπο που θα κάμω
της αγάπης που ψάχνω τον αφύσικο γάμο.
Πιάνω, δένω την αγάπη με την πίκρα μαζί,
κι ας χτυπιέται, κι ας κλαίει, απελπισμένη, σκυφτή,
κι αν απέλιδα τώρα ικετεύει βοήθεια
την αντάρα θα δει πώς νικά η συνήθεια.
Δεν θα πάψω, δεν παύω να κρατώ τον δεσμό,
κάλιο αργά να υποφέρω παρά να μην αγαπώ.
Με αγάπη και πίκρα λευτερώνω τον νου,
και χαρμόσυνα κράζω στην κορφή ενός βουνού.